- κλύδιος
- κλύδιος, -ία, -ιον (Α)1. κυματώδης, ταραχώδης2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τo κλύδιοντο πέλαγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδ-ων + κατάλ. -ιος, πρβλ. δόλ-ιος, μύχ-ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλύδιον — κλύδιος surging masc acc sg κλύδιος surging neut nom/voc/acc sg κλυδάω to be plastic imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) κλυδάω to be plastic imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… … Dictionary of Greek